-
1 ἀλώπηξ
1 fox τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλά-ξαιντο ἦθος O. 11.19
ὄπισθεν δὲ κεἶμαι θρασειᾶν ἀλωπέκων ξανθὸς λέων fr. 237. as a symbol of cunning,ὑποφάτιες ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι P. 2.77
μῆτιν δ' ἀλώπηξ (ἦν sc.), αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (sc. Μέλισσος.) I. 4.47
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский